ντοτόρες

ντοτόρες
και δοττόρες, ο (Μ ντοττόρες και δεττόρες)
αυτός που έχει σπουδάσει σε ανώτατη σχολή, επιστήμονας, ιδίως γιατρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. dottore «γιατρός» < λατ. doctor «διδάσκαλος-διδάκτωρ». Οι τ. δοττόρες και δεττόρες είναι ιδιωματικοί].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”